- οινάς
- οἰνάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιώναρχ.1. η άμπελος, το κλήμα2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.)3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί, γεμάτος από κρασί («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... Σάτυρος», Α Πλ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «οἰνάδεςἀμπελώδεις τόποι»5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Οἰνάδεςοι Μαινάδες («γυναῑκες οἰνάδες», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.